- ἐπισαλεύοντες
- ἐπισαλεύωride at anchor offpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επισαλεύω — ἐπισαλεύω (Α) [σαλεύω] 1. σαλεύω καθώς βρίσκομαι τοποθετημένος κάπου ή συνδεδεμένος με κάτι 2. (ειδ. για πλοίο) αγκυροβολημένος στα ανοιχτά σαλεύω πάνω στην άγκυρα 3. (για μαλλιά) κυματίζω 4. σαλεύω, κινούμαι σπασμωδικά («οἱ δὲ τοῑς ὤμοις… … Dictionary of Greek